Συγγενής καταρράκτης (1/ 250 γεννήσεις)
Πρόκειται για θολώσεις του φακού του ματιού που γίνονται εμφανείς από την γέννηση ή στους πρώτους μήνες της ζωής. Ορισμένες όμως συγγενείς (“ζωνοειδείς”) θολώσεις του πυρήνα του φακού, γίνονται αντιληπτές αργά στην παιδική ηλικία, όταν η επίδρασή τους στην όραση είναι πια μη ανατάξιμη. Ο κίνδυνος αυτός κάνει τον οφθαλμολογικό έλεγχο κατά την γέννηση απολύτως απαραίτητο. Επειδή δε συχνά συνδυάζεται και με διαταραχές στις υπόλoιπες βασικές δομές του οφθαλμού, δηλαδή στον κερατοειδή, την ίριδα και την γωνία του προσθίου θαλάμου, επιβάλλεται και επιπλέον διερεύνηση (πχ με β-υπερηχογραφία).
Εκδηλώνεται: με λευκοκορία (λευκή αντανάκλαση στο κέντρο του ματιού μέσα από την κόρη), στραβισμό και νυσταγμό στις περιπτώσεις που ο καταρράκτης αφορά και τα δύο μάτια. Τα συμπτώματα αυτά οδηγούν τους γονείς ή τον παιδίατρο να αναζητήσουν οφθαλμολογική συμβουλή.
Οφείλεται: σε ενδομήτριες λοιμώξεις (π.χ. ερυθρά, τοξόπλασμα, κυτταρομεγαλοιός, απλός έρπης), μεταβολικές και χρωμοσωμικές ανωμαλίες (π.χ. τρισωμίες, γαλακτοζαιμία, ν.Fabry κ.ά.), σπάνια συστηματικά νοσήματα (π.χ. σ. Lowe), προωρότητα, ενώ σε ποσοστό ~30% δεν προσδιορίζεται σαφής αιτιολογία. Είναι επομένως απαραίτητη η λήψη πλήρους οικογενειακού ιστορικού, η πλήρης παιδιατρική εκτίμηση, ο εξειδικευμένος μεταβολικός και γενετικός έλεγχος.
Θεραπεία: το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με χειρουργική αφαίρεση του φακού (φακεκτομή ή πλύση – αναρρόφηση με πρόσθια υαλοειδεκτομή) άμεσα μετά την διάγνωση σε οποιαδήποτε κεντρική θολερότητα >3 χιλιοστά, με ταυτόχρονη τοποθέτηση είτε φακού επαφής όταν το παιδί είναι κάτω των 2 ετών, γυαλιά είτε ένθεση τεχνητού ενδοφακού σε ηλικίες άνω των 2 ετών) και κάλυψη του υγιούς οφθαλμού στις ετερόπλευρες περιπτώσεις, για τον περιορισμό του κινδύνου ανάπτυξης αμβλυωπίας (τεμπέλιασμα και απώλεια της όρασης).
Η συντηρητική θεραπεία με πιθανή χρόνια χρήση κολλυρίων (μυδριατικών) ή αποκλεισμό του υγιούς οφθαλμού έχει ένδειξη στους μικρούς (~1-2χιλιοστά) καταρράκτες, με συχνή τακτική παρακολούθηση.
Συμπερασματικά νεογνά με συγγενή καταρράκτη που χειρουργούνται στις πρώτες εβδομάδες της ζωής και αντιμετωπίζονται σωστά, επιτυγχάνουν συχνά καλά αποτελέσματα
Πρωτοπαθές συγγενές γλαύκωμα (1/ 10.000-12.000 γεννήσεις, αγόρια/κορίσια 5:2)
Πρόκειται για το αποτέλεσμα της ανώμαλης ανάπτυξης της γωνίας του προσθίου θαλάμου, μιας βασικής ανατομικής δομής του πρόσθιου τμήματος του ματιού (trabeculo-dysgenesis), που δεν συνδυάζεται με άλλες οφθαλμολογικές ανωμαλίες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η φυσιολογική κυκλοφορία του υδατοειδούς υγρού, το οποίο διαρκώς παράγεται και αποχετεύεται από την γωνία του προσθίου τμήματος του ματιού, με αποτέλεσμα την αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (ΕΟΠ).
Αποτέλεσμα της επίδρασης της αυξημένης πίεσης στους ευένδοτους χιτώνες του παιδικού ματιού είναι η αύξηση των διαστάσεων όλων των ανατομικών δομών του: κερατοειδής (διάταση, οίδημα, ρήξεις της δεσκεμετείου μεμβράνης (γραμμές Haab) σε βρέφη έως 3 μηνών, λέπτυνση του σκληρού χιτώνα ώστε αποκαλύπτεται η κυανή απόχρωση του υποκείμενου χοριοειδούς χιτώνα (κυανοί σκληροί), παρεκτόπιση φακού λόγω της αύξησης όλων των διαστάσεων του βολβού και τελικά απώλεια οπτικών ινών λόγω της επίδρασης της πίεσης επί του οπτικού νεύρου σε μη έγκαιρη αντιμετώπιση της νόσου, η οποία οδηγεί μαθηματικά στην τύφλωση.
Η πάθηση θεωρείται υπεύθυνη για 4-18% των τυφλών παιδιών παγκοσμίως ( Taylor et al. JAAPOS 1999) και στο 75% των περιπτώσεων είναι αμφοτερόπλευρη.
Είναι παρούσα κατά την γέννηση, η κλινική της όμως συμπτωματολογία μπορεί να εμφανισθεί στους πρώτους μήνες της ζωής.
Οφείλεται: οι περισσότερες περιπτώσεις είναι σποραδικές, τελευταία η νόσος συσχετίζεται με γενετικές βλάβες στα χρωμοσώματα 2p21,1p36, 14p24.3 και CYP1B1.
Εκδηλώνεται: με φωτοφοβία, δακρύρροια και κακή διάθεση του νεογνού ή του βρέφους.
Επιβάλλεται: πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος που περιλαμβάνει:
α. Εξέταση στην σχισμοειδή λυχνία, η οποία μπορεί να αποκαλύψει: i) βούφθαλμο που συνοδεύεται από διάταση του κερατοειδή (συνεπεία της επιμήκυνσης του βολβού, λόγω της επίδρασης της αυξημένης ΕΟΠ επί του ευένδοτου σκληρού εξωτερικού χιτώνα των ματιών παιδιών κάτω των 2 ετών. Η ταυτόχρονη λέπτυνση του σκληρού χιτώνα αποκαλύπτει την κυανή απόχρωση του υποκείμενου χοριοειδούς (κυανοί σκληροί)), ii) οίδημα κερατοειδούς με ρήξεις της δεσκεμετείου (γραμμές Haab) σε βρέφη έως 3 μηνών, iii)αυξημένο βάθος του πρόσθιου τμήματος του ματιού (προσθίου θαλάμου) και παρεκτόπιση του φακού από την φυσιολογική του θέση (υπεξάρθρημα φακού)
β. υπό γενική αναισθησία: i) έλεγχος της γωνίας του πρόσθιου τμήματος (γωνιοσκοπία), ii) μέτρηση διαμέτρου του κερατοειδούς (που αποκαλύπτει αυξημένη οριζόντια και κάθετη διάμετρο του κερατοειδούς), iii) μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (τονομέτρηση: αποκαλύπτει αύξηση της ΕΟΠ), iv) α ή β υπερηχογραφία (καταγράφει αυξημένο αξονικό μήκος βολβού), v) έλεγχο της διάθλασης με σκιασκοπία (αποκαλύπτει αξονική μυωπία) και τέλος vi) βυθοσκόπηση για την εκτίμηση ύπαρξης κοίλανσης του οπτικού νεύρου (λόγω απώλειας οπτικών ινών και διεύρυνσης του οπτικού σκληρικού καναλιού), που δυνητικά είναι αναστρέψιμη εφόσον η ΕΟΠ ρυθμιστεί.
Όλες οι εκδηλώσεις της πάθησης: από το οίδημα του κερατοειδούς, την ύπαρξη υψηλής μυωπίας και αστιγματισμού- συχνά παρά τον κανόνα-, έως την υπεξάρθρωση του φακού αποτελούν ισχυρούς αμβλυωπιογόνους παράγοντες- παράγοντες που προκαλούν δηλ. “τεμπέλιασμα” και τελικά απώλεια της όρασης – κατά την λεγόμενη “κρίσιμη περίοδο” για την ανάπτυξη φυσιολογικού οπτικού συστήματος. Η τελική δε καταστροφή των οπτικών ινών σε μη έγκαιρη αντιμετώπιση της νόσου, οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή του οπτικού νεύρου και την τύφλωση.
Θεραπεία: Είναι αποκλειστικά χειρουργική πάθηση. Η συμβολή της συντηρητικής θεραπείας με (αντιγλαυκωματικά) φάρμακα περιορίζεται στην προεγχειρητική και μετεγχειρητική περίοδο, καθώς και μεταξύ δύο επεμβάσεων.
H επέμβαση εκλογής λέγεται γωνιοτομή, αλλά προϋποθέτει πολύ καλή και καθαρή εικόνα της γωνίας από την οποία αποχετεύεται το υδατοειδές υγρό. Όταν ο έλεγχος της γωνίας του προσθίου θαλάμου δεν είναι επαρκής (όπως για παράδειγμα σε θολό κερατοειδή), εφαρμόζονται άλλες χειρουργικές μέθοδοι (όπως τραμπεκουλοτομή, τραμπεκουλεκτομή με ή χωρίς την χρήση αντιμιτωτικών παραγόντων, ένθεση βαλβίδων τύπου Molteno σε περιπτώσεις που αντιστέκονται στην αντιμετώπιση και κυκλοκαταστροφικές επεμβάσεις όπως κυκλοκρυοπηξία και κυκλοφωτοπηξία (με Diode ή Nd: YAG laser), όταν η νόσος δεν μπορεί να ελεγχθεί και η πρόγνωση για την όραση είναι φτωχή).
Το συγγενές γλαύκωμα είναι επομένως μια σπάνια νόσος που δεν έχει καμιά σχέση με το γλαύκωμα των ενηλίκων. Παρά όμως την επιτυχία της επέμβασης πάνω από τους μισούς επιτυχώς χειρουργηθέντες οφθαλμούς έχουν τελικά οπτική οξύτητα ίση ή μικρότερη του 1/20(το όριο κάτω από το οποίο νομικά καθορίζεται η τύφλωση).
Ιδιοπαθής βρεφική εσωτροπία (2% των νεογνών)
Χαρακτηρίζεται ο στραβισμός που είναι εμφανής από την γέννηση ή διαπιστώνεται στους πρώτους 6 μήνες της ζωής. Ο συγκλίνων (το ματάκι προς την μύτη) είναι η πιο συνήθης μορφή στραβισμού στα πλαίσια της λεγόμενης επιστημονικά βρεφικής εσωτροπίας. Τα περισσότερα παιδιά με βρεφική εσωτροπία είναι νευρολογικά και αναπτυξιακά φυσιολογικά.
Παράγοντες που συσχετίζονται: προωρότητα, περιγεννητική ασφυξία, κατάχρηση αλκοόλ και καπνού από την μητέρα, υψηλά διαθλαστικά σφάλματα (υπερμετρωπία, μυωπία, αστιγματισμός).
Εκδηλώνεται: με μεγάλη και σταθερή γωνία παρέκκλισης (δηλ. γωνία στραβισμού η οποία μπορεί να μετρηθεί με ειδικά εργαλεία και φθάνει τις ~ 45Δ), που δεν διαφέρει όταν το μωρό κοιτά ένα κοντινό ή έναν μακρινό στόχο. Τα μωρά αυτά προτιμούν να κοιτούν με το ματάκι προς την μυτούλα (σε προσαγωγή) που σε επαλλάσσοντα στραβισμό (όταν στραβίζει δηλ. πότε το ένα και πότε το άλλο ματάκι) οδηγεί σε “διασταυρούμενη” – όπως ονομάζεται- προσήλωση (cross fixation), έχουν περιορισμένη απαγωγή των οφθαλμών( τα ματάκια δηλ. δεν μπορούν να στραφούν προς αυτάκι), νυσταγμό (25%), και άλλα συνοδά φαινόμενα (υπερλειτουργία λοξών μυών, ασύνδετη κάθετη παρέκκλιση κλπ).
Εκτιμάται: με μέτρηση της γωνίας στραβισμού με πρίσματα και πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο που συμπεριλαμβάνει σκιασκοπία μετά από κυκλοπληγία (δηλ. σωστό παιδοφθαλμολογικό διαθλαστικό έλεγχο για να εξακριβώσουμε εάν υπάρχει υπερμετρωπία, μυωπία ή αστιγματισμός) καθώς και προσεκτική βυθοσκόπηση ώστε να αποκλεισθεί οποιαδήποτε άλλη οφθαλμική πάθηση που μπορεί να είναι αιτία εμφάνισης στραβισμού.
Πριν επίσημα μπει η διάγνωση του “συγγενούς” στραβισμού πρέπει επίσης ο ειδικός να αποκλείσει μέσω του παιδοφθαλμολογικού ελέγχου άλλες παθήσεις όπως: συγγενή αμφοτερόπλευρη παράλυση απαγωγού νεύρου, σύδρομο Duanne I, σύνδρομο αναστολής νυσταγμού κατά την σύγκλιση, ψευδοστραβισμό, προσαρμοστική εσωτροπία, εσωτροπία που συνδυάζεται με βλάβες του ΚΝΣ (σπαστική παράλυση, νοητική καθυστέρηση, σ. Down κλπ).
Θεραπεία: πάντοτε χειρουργική, με την προϋπόθεση ότι έχουν προηγηθεί η σωστή διόρθωση με γυαλιά όταν χρειάζεται, όπως επίσης και η κάλυψη του ματιού που δεν στραβίζει ώστε να εξαναγκάζεται το ματάκι που συνήθως στραβίζει να χρησιμοποιείται από τον μικρό μας ασθενή.
Η οπίσθια μετάθεση των έσω ορθών μυών και στα δύο μάτια είναι η επέμβαση εκλογής, ενώ προηγείται ή ακολουθείται από μυεκτομή ή οπίσθια μετάθεση των κάτω λοξών στην περίπτωση συνύπαρξης υπερλειτουργίας τους με Vφαινόμενο.
Για την ιδανική ηλικία χειρουργικής διόρθωσης δεν υπάρχει ομοφωνία. Το μεγαλύτερο όμως ποσοστό των στραβισμολόγων προτιμά να επεμβαίνει χειρουργικά στην ηλικία των 18-24 μηνών. Τότε ο προεγχειρητικός έλεγχος είναι πληρέστερος, τα συνοδά φαινόμενα της πάθησης έχουν σε μεγάλο βαθμό εκδηλωθεί, ενώ από την ηλικία αυτή και μετά μειώνονται οι πιθανότητες να εξασφαλίσουμε στο παιδί όχι μόνο φυσιολογική όραση σε κάθε μάτι ξεχωριστά αλλά και στερεοσκοπική (δηλ. τρισδιάστατη) όραση.
Συμερασματικά: Βρέφη με συγγενή στραβισμό, που χειρουργούνται έγκαιρα, επιτυγχάνουν καλή διόφθαλμη όραση και τις περισσότερες φορές πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα.
Συγγενής απόφραξη ρινοδακρυικού πόρου (7-9% των νεογνών)
Ορισμός: πρόκειται για στένωση ή πλήρη απόφραξη σε οποιοδήποτε σημείο της ρινοδακρυϊκής αποχετευτικής οδού, που συνήθως όμως εντοπίζεται στο κατώτερο τριτημόριο του ρινοδακρυϊκού πόρου, κοντά στην εκβολή του, κάτωθεν της κάτω ρινικής κόγχης και κοντά στην πτυχή του ρινικού βλεννογόνου που την καλύπτει και ονομάζεται βαλβίδα του Hasner.
Η αντανακλαστική – συγκινησιακή έκκριση των δακρύων ξεκινά από τον 3-4 μήνα της ζωής για να προστεθεί στην βασική έκκριση που υπάρχει ήδη από την γέννηση. Στην ηλικία επομένως αυτή περίπου εκδηλώνεται εντονότερα το δάκρυσμα όταν υπάρχει κάποια στένωση της ρινοδακρυϊκής οδού, του δρόμου δηλ. μέσω του οποίου τα δάκρυα οδηγούνται και αποχετεύονται φυσιολογικά στην μύτη.
Εκδηλώνεται: με επιφορά (δάκρυσμα) (βλ. εικόνα 1) που εμφανίζεται μεταξύ 2ης και 6ης εβδομάδας και επεισόδια επιπεφυκίτιδας με βλεννοπυώδεις εκκρίσεις (“τσίμπλες”), που σε επίμονες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν δακρυοκυστίτιδα (βλ. εικόνα 2) ή και πιο σπάνια μια μεγαλύτερη φλεγμονή που ονομάζεται κυτταρίριδα κόγχου και επιβάλλουν όχι μόνο τοπική αλλά και συστηματική (από το στόμα ή στα μωρά ενδοφλέβια) αντιβιοτική αγωγή. Συχνά πίεση επί του δακρυϊκού ασκού προκαλεί εκροή πυώδους εκκρίματος
Ο ειδικός θα πρέπει να αποκλείσει: συγγενές γλαύκωμα, ατρησία δακρυϊκών σημείων(βλ. εικόνα 4), συρίγγιο μεταξύ ασκού και δέρματος(βλ. εικόνα 3).
Θεραπεία: τοπικές μαλάξεις και 10ήμεροι κύκλοι τοπικής αντιβιοτικής αγωγής είναι δυνατόν να βοηθήσουν στην διάνοιξη του πόρου σε ποσοστό 65-90% των νεογνών αυτόματα μέσα στους πρώτους 6-8 μήνες ή κατά άλλους έως τον πρώτο χρόνο της ζωής. Εφόσον η συμπτωματολογία επιμένει και μετά τον 6ο μήνα, αντιμετωπίζεται χειρουργικά με καθετηριασμό της δακρυϊκής οδού με τον ειδικό καθετήρα Bowman και πλύση για τον έλεγχο της βατότητας. Η ιδανική περίοδος είναι μεταξύ 8ου και 12ου μήνα. Τα ποσοστά επιτυχίας του καθετηριασμού μειώνονται μετά τον 13ο μήνα της ζωής. Επανάληψη του καθετηριασμού σε δεύτερο χρόνο και ένθεση σωληναρίων σιλικόνης είναι μέθοδοι που ενδείκνυνται σε επίμονες αποφράξεις.
Άρα νεογνά με συγγενή απόφραξη που χειρουργούνται έγκαιρα(<12 μήνες), αντιμετωπίζονται επιτυχώς στο 95% των περιπτώσεων, αποφεύγοντας βαριές επεμβάσεις αργότερα στην ζωή τους.
Νεογνική επιπεφυκίτιδα (1,6-12% των νεογνών, ανάλογα με το επίπεδο της περίθαλψης)
Πρόκειται για φλεγμονή (επιπεφυκίτιδα) που συνοδεύεται από πυώδεις εκκρίσεις (τσίμπλες), οίδημα βλεφάρων και συχνά διόγκωση λεμφαδένων στην περιοχή μπροστά από το αυτάκι του μωρού (προωτιαία λεμφαδενοπάθεια) στον πρώτο μήνα της ζωής. Ισχυροί παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης αυτής της φλεγμονής αποτελούν: η έκθεση του νεογνού στην χλωρίδα του γεννητικού σωλήνα της μητέρας (σε φυσιολογικό τοκετό), η μειωμένη ικανότητα έκκρισης λυσοζύμης και IgA στα δάκρυα των νεογνών καθώς και οι μικροτραυματισμοί κατά τον τοκετό.
Οφείλεται σε: α. νιτρικός άργυρος(σπάνια σήμερα) ή αντιβιοτικά που ενσταλάζονται για προφύλαξη, β. χλαμύδια (το πιο συχνό αίτιο: 3-4 στις 1000 γεννήσεις) με έναρξη της φλεγμονής την πρώτη με δεύτερη εβδομάδα της ζωής ή και αργότερα η οποία εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε οφθαλμικές επιπλοκές, αλλά και με συστηματική διασπορά σε ρινίτιδα, ωτίτιδα, πνευμονίτιδα, γ. γονόκκοκος (σπάνια στις αναπτυγμένες χώρες) που εκδηλώνεται μέσα στην πρώτη εβδομάδα με άφθονες πυώδεις εκκρίσεις και οίδημα – ερυθρότητα βλεφάρων, δ. βλεφαροεπιπεφυκίτιδα από απλό έρπη τύπου 2 εκδηλώνεται στο τέλος της πρώτης εβδομάδας της ζωής. Η έκθεση σε ενεργό έρπη των γεννητικών οργάνων της μητέρας επιβάλλει την τοπική και συστηματική χορήγηση ασυκλοβίρης, ε. κοινά παθογόνα όπως: σταφυλόκκοκος, πνευμονιόκκοκος, κολοβακτηρίδιο, αιμόφιλος.
Θεραπεία: μετά την λήψη επιχρισμάτων από τον βλεφαρικό επιπεφυκότα (με ειδικούς βαμβακοφόρους στειλεούς)και την απομόνωση του παθογόνου παράγοντα, γίνεται τοπική και συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών ή αντιικών φαρμάκων σύμφωνα με τα αντίστοιχα θεραπευτικά πρωτόκολλα.
Με την αύξηση του επιπέδου περίθαλψης και την έγκαιρη τοπική και συστηματική -όταν ενδείκνυται – αγωγή, ελαχιστοποιούνται τα ποσοστά της παλαιότερα λεγόμενης “νεογνικής οφθαλμίας”.
Αμφιβληστροειδοπάθεια προωρότητας (ROP) (2012: 20.000 νεογνά παγκοσμίως με σοβαρή μείωση όρασης ή τύφλωση)
Η πάθηση αφορά πρόωρα νεογνά (<37 εβδ. κύησης), χαμηλού βάρους γέννησης (<1500gr), που (δυνητικά) εκτέθηκαν σε συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης οξυγόνου.
Αιτίες: Η επίδραση των παραγόντων αυτών επί του ανώριμου, ατελώς αγγειωμένου αμφιβληστροειδή χιτώνα των οφθαλμών των πρόωρων νεογνών είναι δυνατόν – χωρίς τη σωστή παρακολούθηση και θεραπεία- να οδηγήσει στην ανάπτυξη νεοαγγείωσης και τελικά την αποκόλλησή του με αποτέλεσμα την τύφλωση. Η νόσος είναι υπεύθυνη μέχρι και για το 15% των τυφλών παιδιών των χωρών του δυτικού κόσμου και μέχρι και το 60% των αναπτυσσόμενων χωρών.
Επίπτωση: Η επίπτωση της νόσου αυξήθηκε λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας και της νεογνολογίας που οδήγησαν στο πρώτο και δεύτερο επιδημικό κύμα της νόσου στις υψηλού εισοδήματος χώρες. Από το 1990 μέχρι σήμερα παρατηρείται το τρίτο επιδημικό κύμα στις χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες λόγω του χαμηλού υγειονομικού επιπέδου στις πρώτες και της αύξησης της επιβίωσης των προώρων νεογνών στις δεύτερες.
Διάγνωση: Γίνεται με έμμεση βυθοσκόπηση και σκληρική πίεση μετά από ενστάλαξη ειδικών (μυδριατικών κολλυρίων). Ιδανική για την έναρξη της παρακολούθησης η 31η εβδομάδα μετά την σύλληψη για τα πρόωρα με ηλικία κύησης <=27 εβδομάδων, ενώ για πρόωρα > 28 εβδομάδων κύησης, η 4η εβδομάδα μετά την γέννηση. Η νόσος ταξινομείται ανάλογα με τα οφθαλμοσκοπικά ευρήματα σε ζώνες, ωρολογιακές ώρες και στάδια. Η παρακολούθηση των πρόωρων γίνεται στην συνέχεια με βάση τα ευρήματα αυτά και πάντα σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα παρακολούθησης που ακολουθούνται πιστά στην χώρα μας.
Θεραπεία: Σύμφωνα με την πιο σύγχρονη και διεθνώς αποδεκτή από την παγκόσμια οφθαλμολογική κοινότητα μελέτη (Εarly Treatment ROP), καθορίστηκε με σαφήνεια το οφθαλμοσκοπικό όριο της θεραπευτικής χειρουργικής παρέμβασης (ROP τύπου 1), που γίνεται με laser (diode 810). Σκοπός η καταστροφή του ανάγγειου αμφιβληστροειδή, η ανακούφιση της υποξίας, η υποχώρηση της νεοαγγείωσης και τελικά η διάσωση της όρασης.
Με την σωστή παρακολούθηση και την έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση εξασφαλίζεται στο μεγαλύτερο ποσοστό των πρόωρων νεογνών καλή μελλοντική όραση.
Διαθλαστικές ανωμαλίες (μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμός)
Σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας (WHO) υπολογίζεται ότι υπάρχουν >12 εκ. παιδιά 5-15 ετών παγκοσμίως με μη διορθωμένα διαθλαστικά σφάλματα γεγονός που -επειδή η όραση είναι προϋπόθεση για την φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών- προκαλεί διαταραχές σε διάφορους τομείς ανάπτυξης.
α.Υπερμετρωπία:
ασαφής απεικόνιση μακρινών και κοντινών αντικειμένων διότι το υπερμετρωπικό μάτι εστιάζει το είδωλό τους, πίσω από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Οφείλεται στο μικρό αξονικό μήκος ή στην μειωμένη διαθλαστική δύναμη ενός οπτικού συστήματος σε σχέση με το μήκος του. Στην νεογνική και βρεφική ηλικία ο προσθιοπίσθιος άξονας των ματιών είναι μικρότερος, γιαυτό μια χαμηλή υπερμετρωπία έως 3Δ που δεν συνοδεύεται από υψηλό αστιγματισμό >1Δ είναι η πιο κοινή και φυσιολογική διαθλαστική κατάσταση. Υπερμετρωπία >3D όμως είναι δυνατόν να οδηγήσει σε στραβισμό γιαυτό είναι απαραίτητος ο έγκαιρος εντοπισμός της (βλ. εικόνα).
β. Μυωπία:
ασαφής απεικόνιση ενός μακρινού αντικειμένου διότι το μυωπικό μάτι εστιάζει το είδωλό του μπροστά από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού. Οφείλεται στον μεγάλο προσθοπίσθιο άξονα του ματιού (αξονική μυωπία), την μεγάλη διαθλαστική δύναμη (διαθλαστική μυωπία) του οπτικού συστήματος (κερατοειδής – φακός) ή και τα δύο. Συνηθέστερη η σχολική μυωπία που εξελίσσεται παράληλα ε την ανάπτυξη του παιδιού και δεν συνοδεύεται από εκφυλιστικές αλλοιώσεις των χιτώνων του παιδικού ματιού. Η ιδιαίτερη μορφή της που καλείται εκφυλιστική, συνοδεύεται και από εκφυλιστικές αλλοιώσεις όλων των χιτώνων του οφθαλμού. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί η συγγενής μυωπία, πρόκειται για αξονική μυωπία, συνήθως ετερόπλευρη, της τάξης ~7-9 Δ με συνοδό αστιγματισμό 1,5-2.5Δ, και μυωπικές αλλοιώσεις στον βυθό.
γ. Αστιγματισμός:
ασαφής απεικόνιση κοντινών και μακρινών αντικειμένων, αφού η διαθλαστική δύναμη του ματιού δεν είναι ίδια σε όλους τους μεσημβρινούς του κερατοειδούς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εστίαση του ειδώλου σε ένα σημείο του αμφ/δούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλεται σε διαταραχές του σχήματος του κερατοειδούς χιτώνα. Αστιγματισμός οφειλόμενος στον φακό δεν είναι σπάνιος, είναι όμως συνήθως μικρού βαθμού.
Πότε δίνουμε γυαλιά; χορηγούνται σύμφωνα με διεθνή πρωτόκολλα καθορισμένα από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής Οφθαλμολογίας και πάντα μετά από σκιασκοπία με κυκλοπληγία (ειδική εξέταση που γίνεται στο ιατρείο μετά από την ενστάλαξη στα ματάκια ειδικών σταγόνων – βλέπε “συνήθεις ερωτήσεις”)
Αδρά μπορούμε να πούμε ότι:
α. υπερμετρωπία >3Δ που συνοδεύεται από αστιγματισμό ή ακόμα περισσότερο από στραβισμό πρέπει να διορθώνεται και μάλιστα στην τελευταία περίπτωση πλήρως,
β: υψηλή μυωπία >5Δ διορθώνεται σταδιακά, ενώ στις ετερόπλευρες περιπτώσεις και ιδιαίτερα στην συγγενή μορφή έχει ένδειξη η χρήση φακού επαφής,
γ. αστιγματισμός > 1Δ , ιδιαίτερα εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο ματιών στη δύναμη ή τον άξονά του, διορθώνεται από την ηλικία των 2.5-3ετών για να αποτραπεί το ενδεχόμενο εγκατάστασης αμβλυωπίας (“τεμπέλιασμα” του ματιού με το μεγαλύτερο διαθλαστικό σφάλμα).
Η έγκαιρη και σωστή διαθλαστική διόρθωση εξασφαλίζει ενήλικες με άριστη όραση.